Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

AΠ’ ΤΟ ΧΑΝΙ ΚΙ ΑΠΑΝΟΥ

Eμείς ποτές δεν επροκτελέψαμε ανώγια και σάλες, μαθές κάμαρες 
για μάζωξες, φιέρες, καλέστρες και ζηαφέτια. Γλέπεις τσι λόγους τσι βγάνουνε αλλού, βεραμέντε στα Μορφωτικά κι εμείς νια ζωή ακούμε τα καθέκαστα από τσι ντροδίστρες εδώθενε κι εκείθενε. Βεραμέντε δεν έχουμε κι απαίτηση στην Ανωή νάρτουνε οι σπουδασμένοι να μιλήσουνε πίσω απ’ το δικό μας καλα-νάρχο με το μπρόντζολο, για δαύτο πολεμάμε μ’ ευτά πό χουμε να χουμε μάζωξες και νανείναι το χωριό μας ανοιχτό, νάχουμε κι εμείς καλανάρχο και να μην είμαστε παρακάτου σκουτέλια.
Αντίς  λοιπόνε για σάλες, έχουμε τα ξωκκλήσα μας, τσ’ εκκλησές μας και τα σπίτια μας, που γιορτάζουμε και κάνουμε τσι μάζωξές μας σε γιορτάδες και νητερέσα. Και για να καταλάβεις ρωμέϊκα και να νοήσεις, τσι Δανιάδες τσι γκενιάζουμε τ’ αγίου Σπυριδώνου για λειτρούημα, γιατί εξόν από τα φιλικάτα, τι να πούνε γι αυτά τα καλά που διανεύουνται απά στην Ανωή; Κι ο γιατρός ο Πάντος ήρτε και λειτρουήθηκε στο ξωκκλήσι μας, γιατί για να μιλήσει για γέννες και να ξεγεννήσει στην Ανωή δε γέννεται, μαθές είμαστε περασμένοι στην ελικία και δεν έχουμε καρπερές αφέντρες, γιατί είναι κουμένες πούπε κι ο Τσιλιμπάρης!  
H τελευταία μας μάζωξη ήτανε το τρυοπάτημα του Καμαροκοίλη, που του το λέει η πέρδικα και ξέρει να ντο κάνει λειτρουγία με δεσποτάδες!!! Στο κατώι λειτρουγάνε, ευτός, ο Τελαμώνας κι ο Γιώργαρος με ράσο κι είναι πολλοί ψαλτάδες, καλόγριες, επιτρόποι, επιτρόπισες και μπόλικοι προσκυνητάδες του ποτηρίου, τση δούγας και τση κρασοφιέστας. Ούλοι στη φιέρα τους, άλλοι πατούνε, άλλος μεσκιάρει, άλλος μετράει με το γράδο, άλλος γιομίζει τα καρτέλα με τη τρυπητή πύργια, άλλος ξεβουλώνει το σαρίκι κι άλλος ζούφτει με τη τσιπουριά και παίζει με το μουϊνέλο. Κανείς δε περσεύει, γιατί ευτές τσι ώρες και τσι σφίγγες να διώχτεις καλό κάνεις. Οι επιτρόποι τρατάρουνε κρασί απ’ το καρτέλο «φρανσουά» και στη ζούλα σκωτσέζικο κι οι νεοκόρισσες σερβίρουνε σκωταριές, τηγανοψώματα, τηγανίτες με πικιμέζι και χαλβά πασπαλισμένο με σουσάμι προαγιασμένο από την ηγουμένη, προεστή Αντριάννα! Για να πω την αμαρτία μου, εμέ μ’ αρέσει κι έπια απ’ το κρασί του Τελαμώνα.Έχει νια ωραία μοσκιά που σου δροσίζει και ποτίζει τα χείλια. Μόλις το βάλεις στο στόμα σου και το γλωσσάξεις, σου κάζει πως φιλείς δεκαεννιάχρονη απάνιαη!!! 
Κι αφού φτάνουμε στο Δι ευχών ο Μότος σκώνει και κουνεί το κόσκινο, που πάει να πει πως τελειώνει κι ο τελευταίος στογός σταφύλια, του Μήτσου του Νουτσάτου. Η λειτρουγία ετέλειωσε κι αντίς αντίδωρου και άρτου στρώνεται τράπεζα με παΐδια, τζιέρια, σαλάτα αντράκλα και κομιντόρια απ’ τη φιορίτα, φίλεμα του Καμαροκοίλη για το καλό, το τυχερό και τη γιορτή. Γιατί κι αλλού πατούνε, αλλά για το Γιώργη και καλά κάνει, ευτήνο είναι νιά γιορτή, νιά χαρά, ένα ξόρκι, ένα απάντημα με τη τύχη και τσι ανθρώπους για την υποδοχή του νέου αγαθού, του μούστου στο κατώι του. Γιατί οι Γιώργηδες ξέρουνε και το βαστάνε, πως ευτό το αγαθό μαζί με το λάδι, το ξύδι, το ψωμί, τσι ελιές, ό,τι έχει το περίγυρο και το κατώι με τσι κρεμάδες, είναι η ευτυχία, ο πλούτος και το νοικοκυράτο! Και γιατί ούλοι ξέρουνε, πως στου Μπριζίκου μαζώνουνται κάθε χρόνο 50 – 60 νομάτοι, στο τρυοπάτημα δίχως τα ολονύχτια και πως οι τρεις ρασοφόροι Γιώργηδες ανοίουνε το χωριό και το σπίτι του Καμαροκοίλη μαζώνει ακόμα κι εκειούς, που δε θα ‘ρχόντανε ποτές στην Ανωή πίσω απ’ το δικό του καλανάρχο, να φάνε τον άρτο του, να ψάλουνε και να πούνε τα λόγια τους και να πιούνε το κρασί και το άσπρο του!!!
                                                                                                   Ο Ανωησάνος

ΠΗΓΗ: εφημερίδα "Πλατύ Ρείθρον"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου